χαριτόβρυτος

χαριτόβρυτος
-η, -ο / χαριτόβρυτος, -ον, ΝΜ
γεμάτος χάρες, γεμάτος θέλγητρα, τρισχαριτωμένος.
επίρρ...
χαριτοβρύτως Ν
με χάρη, με γοητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι γεμάτος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαριτόβρυτος — η, ο χαριτωμένος, γεμάτος από θέλγητρα: Είναι μια χαριτόβρυτη κυρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερωτικόβρυτος — ἐρωτικόβρυτος, η, ον (Μ) αυτός που αναβλύζει έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + βρυτος (< βρύω) αντί ερωτό βρυτος (πρβλ. χαριτόβρυτος)] …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χαριτοβριθής — ές, Ν χαριτόβρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο βριθής, σιδηρο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”